Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

combat fatigues


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο fatigue παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: combat | fatigues

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fatigue n (person: physical tiredness) (άτομο: σωματική)κούραση, κόπωση, εξάντληση ουσ θηλ
 The players were suffering from fatigue during the overtime.
 Οι παίχτες υπέφεραν από κόπωση στην παράταση.
fatigue n (person: mental weariness)κούραση, κόπωση, εξάντληση ουσ θηλ
 When I step inside a busy supermarket, I feel instant fatigue.
 Όταν μπαίνω σε ένα πολυσύχναστο σούπερ μάρκετ, νιώθω αμέσως κόπωση.
fatigue n (material: weakening) (υλικού: εξασθένηση)κόπωση ουσ θηλ
 Fatigue in the trusses led to the bridge's collapse.
 Η κόπωση των δοκών οδήγησε στην κατάρρευση της γέφυρας.
fatigues npl (military clothing) (στρατιωτικό)στολή αγγαρείας φρ ως ουσ θηλ
 You shouldn't come to the dinner party in fatigues.
 Δεν έπρεπε να έρθεις στο δείπνο με στολή αγγαρείας.
fatigue [sb] vtr literary (tire)κουράζω ρ μ
  καταπονώ ρ μ
 It fatigues me to have to explain the same points to my students over and over.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
battle fatigue n (stress reaction to warfare)μετατραυματικό σύνδρομο στρες έκφρ
 They used to call it battle fatigue, now they call it Post-Traumatic Stress Disorder (PTSD).
CFS n initialism (chronic fatigue syndrome)σύνδρομο χρόνιας κόπωσης φρ ως ουσ ουδ
chronic fatigue syndrome n (medical condition)σύνδρομο χρόνιας κόπωσης φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση combat fatigues στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «combat fatigues».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!